- Καρνειάσιος
- Καρνειάσιος, -α, -ον (Α)το ουδ. ως ουσ. Καρνειάσιον και Καρνάσιον (ενν. άλσος)ιερό τέμενος αφιερωμένο στον Απόλλωνα Κάρνειο ή Καρνέα.[ΕΤΥΜΟΛ. < Κάρνειος + κατάλ. -άσιον κατά το γυμν-άσιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.